- άκληρος
- -η, -ο (Α ἄκληρος, -ον) (νεοελλ. και άκλερος, -η, -ο)νεοελλ.1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1αρχ.1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο φτωχός2. αυτός που δεν παίρνει μέρος, που δεν μετέχει σε κάτι3. όποιος δεν μοιράστηκε με κλήρο, δεν έγινε κτήμα κάποιου4. εκείνος που έχασε τον κλήρο του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλῆρος.ΠΑΡ. ακληρίααρχ.-μσν.ἀκληρῶμσν.ἀκληρεί, ἀκληρίζωνεοελλ.ακληριάζω, ακληρίλα, ακληρίτης].
Dictionary of Greek. 2013.